- ἀτροφίας
- ἀτροφίᾱς , ἀτροφίαwant of foodfem acc plἀτροφίᾱς , ἀτροφίαwant of foodfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεταξοσκώληκας — Κοινή ονομασία της προνύμφης του λεπιδόπτερου εντόμου Bombyx ή Sericaria mori, της οικογένειας των βομβυκιδών, η οποία παράγει το μετάξι. Ο μ. έχει επίμηκες σώμα και τρέφεται αποκλειστικά με φυτά μουριάς. Η προνύμφη αυτή υφίσταται τέσσερις… … Dictionary of Greek
μυοπαθητικός — ή, ό [μυοπάθεια] φρ. «μυοπαθητικό προσωπείο», ιατρ. η χαλαρή, κουρασμένη έκφραση τού προσώπου τών ατόμων που πάσχουν από μυοδυστροφία ή από μυασθένεια, λόγω αδυναμίας ή ατροφίας τών μιμικών μυών … Dictionary of Greek
οισοφάγος — (Ανατ.). Το τμήμα του πεπτικού σωλήνα που ενώνει τον φάρυγγα με το στομάχι· είναι ένας μυομεμβρανώδης σωλήνας μήκους περίπου 25 εκ., του οποίου οι περισταλτικές κινήσεις προωθούν τον βλωμό (μπουκιά) από τον φάρυγγα στο στομάχι. Οι πιο σημαντικές… … Dictionary of Greek
ποικιλοδερμία — η, Ν ιατρ. κατάσταση ποικιλοχρωμίας τού δέρματος, η οποία χαρακτηρίζεται από συνδυασμό ατροφίας, τελαγγειεκτασιών και μελάγχρωσης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. poikilodermie (< ποικίλος + δερμία < δερμος < δέρμα)] … Dictionary of Greek
υδροκεφαλία — (Ιατρ.). Πάθηση της παιδικής ηλικίας, κατά την οποία παρατηρείται υπερβολική συσσώρευση εγκεφαλονωτιαίου υγρού στην κρανιακή κοιλότητα και αύξηση της ενδοκρανιακής πίεσης. Ανάλογα με το χρόνο της ανάπτυξής της η υ. διακρίνεται σε συγγενή και… … Dictionary of Greek
ακεντορίδες — (accentoridae). Γένος μικρών αποδημητικών πτηνών. Το σώμα τους είναι εύρωστο και το ράμφος τους στην άκρη του παρουσιάζει μια ελαφριά κλίση προς τα πάνω. Τα τρία μπροστινά τους δάχτυλα ενώνονται στη βάση τους με μια μικρή μεμβράνη και το χρώμα… … Dictionary of Greek